χυτρεύς: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χυτρεύς:''' έως ὁ горшечник, гончар Plat. | |elrutext='''χυτρεύς:''' έως ὁ горшечник, гончар Plat. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[χυτρεύς]], έως, ὁ, [[χύτρα]]<br />a [[potter]], Lat. [[figulus]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:50, 10 January 2019
English (LSJ)
έως, ὁ,
A potter, Pl.R.421d, Tht.147a, Eustr. in APo. 158.13.
German (Pape)
[Seite 1385] ὁ, der Töpfer; Plat. pheaet. 147 a Rep. IV, 421 d; sprichwörtlich χυτρέα χυτρεῖ κοτέειν, Themist., nach Hes. O. 25 κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει.
Greek (Liddell-Scott)
χυτρεύς: έως, ὁ, ὁ κατασκευάζων χύτρας, «τσουκαλᾶς», Λατ. figulus, Πλάτ. Πολ. 421D, Θεαίτ. 147Α.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
potier.
Étymologie: χύτρα, χύτρος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
τεχνίτης που κατασκευάζει χύτρες, τσουκαλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. -εύς].
Greek Monotonic
χυτρεύς: -έως, ὁ (χύτρα), αγγειοπλάστης, Λατ. figulus, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
χυτρεύς: έως ὁ горшечник, гончар Plat.