κληρονόμημα: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κληρονόμημα -ατος, τό [κληρονομέω] erfenis.
|elnltext=κληρονόμημα -ατος, τό [κληρονομέω] erfenis.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κληρονόμημα]], ατος, τό, [from [[κληρονομέω]]<br />an [[inheritance]], Luc. [from [[κληρονομέω]]
}}
}}

Revision as of 02:58, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληρονόμημα Medium diacritics: κληρονόμημα Low diacritics: κληρονόμημα Capitals: ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΜΑ
Transliteration A: klēronómēma Transliteration B: klēronomēma Transliteration C: klironomima Beta Code: klhrono/mhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A inheritance, Luc.Tyr.6.

German (Pape)

[Seite 1451] τό, das durchs Loos Zugetheilte, die Erbschaft, Luc. Tyrannicid. 6 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κληρονόμημα: τό, κληρονομία, Λουκ. Τυρανν. 6, Κλήμ. Ἀλ. 879.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
héritage.
Étymologie: κληρονομέω.

Greek Monolingual

το (Α κληρονόμημα) κληρονομώ
η κληρονομία, αυτό που κληρονομεί κάποιος.

Greek Monotonic

κληρονόμημα: -ατος, τό, κληρονομιά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κληρονόμημα: ατος τό наследие, наследство Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κληρονόμημα -ατος, τό [κληρονομέω] erfenis.

Middle Liddell

κληρονόμημα, ατος, τό, [from κληρονομέω
an inheritance, Luc. [from κληρονομέω