κυκλοδίωκτος: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κυκλοδίωκτος:''' гоняемый по кругу ([[ὄνος]] Anth.). | |elrutext='''κυκλοδίωκτος:''' гоняемый по кругу ([[ὄνος]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κυκλο-δίωκτος, ον [[διώκω]]<br />driven in a [[circle]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:10, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A driven round in a circle, AP9.301 (Secund.).
German (Pape)
[Seite 1526] im Kreise umhergetrieben, Secund. 2 (IX, 301).
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοδίωκτος: -ον, διωκόμενος ἐν κύκλῳ, περιπλανώμενος, Ἀνθ. Π. 9. 301.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mû circulairement.
Étymologie: κύκλος, διώκω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κυκλοδίωκτος, -ον)
αυτός που περιφέρεται σχηματίζοντας κύκλο («ο ήλιος κυκλοδίωκτος», Κάλβ.).
Greek Monotonic
κυκλοδίωκτος: -ον (διώκω), αυτός που οδηγείται μέσα σε κύκλο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κυκλοδίωκτος: гоняемый по кругу (ὄνος Anth.).