λαοφθόρος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λᾱοφθόρος:''' ([[φθείρω]]), -ον, αυτός που καταστρέφει τον λαό, [[καταστρεπτικός]], [[ολέθριος]], με γεν., σε Θέογν. | |lsmtext='''λᾱοφθόρος:''' ([[φθείρω]]), -ον, αυτός που καταστρέφει τον λαό, [[καταστρεπτικός]], [[ολέθριος]], με γεν., σε Θέογν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φθείρω]]<br />ruining the [[people]], [[destructive]], c. gen., Theogn. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A ruining the people, destructive, c.gen., στάσις Ἑλλήνων λ. Thgn.781.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοφθόρος: -ον, καταστρέφων τὸν λαόν, καταστρεπτικός, μετὰ γεν., Θέογν. 781.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui détruit ou perd le peuple.
Étymologie: λαός, φθείρω.
Greek Monolingual
λαοφθόρος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφει τον λαό, ο καταστρεπτικός για τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο-φθόρος, κοσμο-φθόρος.
Greek Monotonic
λᾱοφθόρος: (φθείρω), -ον, αυτός που καταστρέφει τον λαό, καταστρεπτικός, ολέθριος, με γεν., σε Θέογν.
Middle Liddell
φθείρω
ruining the people, destructive, c. gen., Theogn.