λίγα: Difference between revisions
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(3) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λίγᾰ:''' (ῐ) adv. Hom. = [[λιγέως]]. | |elrutext='''λίγᾰ:''' (ῐ) adv. Hom. = [[λιγέως]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[adverb of [[λιγύς]]<br />in [[loud]] [[clear]] [[tone]], Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], Adv. of λῐγύς (cf. τάχα, ὦκα, etc.),
A in loud, clear tone, ἀμφ' αὐτῷ χυμένη λίγ' ἐκώκυε Il.19.284, cf. Od.8.527; λίγ' ἄειδεν in clear, sweet tone, 10.254, cf. Alcm.59, Thgn.939; ζεφύρου λ. κινυμένοιο A.R. 4.837.
German (Pape)
[Seite 43] adv. zu λιγύς (wie ὦκα zu ὠκύς), helltönend, laut; κωκύειν, Od. 8, 527 Il. 19, 284; ἀείδω, Od. 10, 254; sp. D., Ζεφύρου λίγα κινυμένοιο Ap. Rh. 4, 837.
Greek (Liddell-Scott)
λίγᾰ: [ῐ], Ἐπίρρ. τοῦ λιγύς, (πρβλ. σάφα, τάχα, ὦκα), λιγέως, μετὰ μεγάλης καὶ ἠχηρᾶς φωνῆς, ἀμφ’ αὐτῷ χυμένη λίγα κώκυε, «ἐθρήνει ὀξέως» (Σχολ.), Ἰλ. Τ. 284, πρβλ. Ὀδ. Θ. 527· λίγ’ ἄειδεν, μὲ φωνὴν καθαράν, ἠχηρὰν καὶ γλυκεῖαν, Κ. 254, πρβλ. Ἀλκμᾶνα 59· ζεφύρου λ. κινυμένοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 837., Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. λιγέως.
English (Autenrieth)
(λιγύς): adv., clear, loudly, ἀείδειν, κωκύειν.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λίγᾰ: [ῐ], επίρρ. του λιγύς, με δυνατή και καθαρή φωνή, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
λίγᾰ: (ῐ) adv. Hom. = λιγέως.