λειώδης: Difference between revisions
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λειώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[λεῖος]], [[ομαλός]], [[επίπεδος]]· ως κύριο όνομα σε Όμηρ. | |lsmtext='''λειώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[λεῖος]], [[ομαλός]], [[επίπεδος]]· ως κύριο όνομα σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λει-ώδης, ες [[εἶδος]] = [[λεῖος]],]<br />[[smooth]]; as pr. n. in Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ες,
A = λεῖος, smooth, even, Suid.
German (Pape)
[Seite 27] ες, wie glatt, λεῖος, eben, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
λειώδης: -ες, = λεῖος, ὁμαλός, ἐπίπεδος, Σουϊδ.· ὡς κύρ. ὄνομα παρ’ Ὁμ. (Ὀδ. Φ. 144, Χ. 310).
Greek Monolingual
λειώδης, -ῶδες (Α) λείος
(κατά το λεξ. Σούδα) «λεῑος, ὁμαλός, ἐπίπεδος».
Greek Monotonic
λειώδης: -ες (εἶδος), λεῖος, ομαλός, επίπεδος· ως κύριο όνομα σε Όμηρ.