λυκόω: Difference between revisions

From LSJ

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source
(5)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῠκόω:''' ([[λύκος]]), [[κατασπαράζω]] σαν [[λύκος]]· Παθ., κατασπαράζομαι από λύκους, <i>πρόβατα λελυκωμένα</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''λῠκόω:''' ([[λύκος]]), [[κατασπαράζω]] σαν [[λύκος]]· Παθ., κατασπαράζομαι από λύκους, <i>πρόβατα λελυκωμένα</i>, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῠκόω, [[λύκος]]<br />to [[tear]] like a [[wolf]]:—Pass. to be [[torn]] by wolves, πρόβατα λελυκωμένα Xen.
}}
}}

Revision as of 03:35, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκόω Medium diacritics: λυκόω Low diacritics: λυκόω Capitals: ΛΥΚΟΩ
Transliteration A: lykóō Transliteration B: lykoō Transliteration C: lykoo Beta Code: luko/w

English (LSJ)

(λύκος)

   A tear like a wolf:—Pass., to be torn by wolves, πρόβατα λελυκωμένα X.Cyr.8.3.41.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκόω: (λύκος) κατασπαράττω ὡς λύκος· ― Παθ., κατασπαράττομαι ὑπὸ λύκων, πρόβατα λελυκωμένα Ξενοφ. Κύρ. 8. 3, 41· μεταβάλλομαι εἰς λύκον, Θ. Στουδ. σ. 780, ἔκδ. Mi.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dévorer en parlant d’un loup ; Pass. être dévoré par un loup ou par des loups.
Étymologie: λύκος.

Greek Monotonic

λῠκόω: (λύκος), κατασπαράζω σαν λύκος· Παθ., κατασπαράζομαι από λύκους, πρόβατα λελυκωμένα, σε Ξεν.

Middle Liddell

λῠκόω, λύκος
to tear like a wolf:—Pass. to be torn by wolves, πρόβατα λελυκωμένα Xen.