μελεοπαθής: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελεοπᾰθής:''' терпящий беду, страдающий Aesch. | |elrutext='''μελεοπᾰθής:''' терпящий беду, страдающий Aesch. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μελεο-πᾰθής, ές [[πάσχω]]<br />[[sadly]] [[suffering]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A having suffered wretchedly, A.Th.961 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 121] ές, Unglückliches erleidend, Aesch. Spt. 945.
Greek (Liddell-Scott)
μελεοπᾰθής: -ές, ὁ πολλὰ δυστηχήματα παθών, Αἰσχύλ. Θήβ. 964.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
infortuné.
Étymologie: μέλεος, πάθος.
Greek Monolingual
μελεοπαθής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει πολλές ατυχίες
2. συνεκδ. αυτός που από τις πολλές ατυχίες τις οποίες υφίσταται είναι δυστυχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + -παθής (< πάθος), πρβλ. ομοιο-παθής].
Greek Monotonic
μελεοπᾰθής: -ές (πάσχω), δυστυχισμένος από τις πολλές συμφορές, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μελεοπᾰθής: терпящий беду, страдающий Aesch.