μελισταγής: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "˙" to "·") |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελιστᾰγής:''' источающий мед ([[στόμα]] Anth.). | |elrutext='''μελιστᾰγής:''' источающий мед ([[στόμα]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μελι-στᾰγής, ές [[στάζω]]<br />dropping [[honey]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A dropping honey, κηρίον Babr.Prooem.18. 2 sweet as dropped honey, λοιβαί A.R.2.1272; στόματα AP5.294 (Leont.); σταφυλαί Dioscorus in PLit.Lond.100D5.
German (Pape)
[Seite 124] ές, Honig träufelnd; Ap. Rh. 2, 1272; στόμα, Leont. 1 (V, 295); κρούνισμα, Ep. ad. 259 (Plan. 12); ὕδωρ, ib. (App. 161); νιφετος, Tryphiod. 119.
Greek (Liddell-Scott)
μελιστᾰγής: -ές, ὁ στάζων μέλι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1272, Βαβρ. προοίμ. 18, Ἀνθ. Π. 5. 295, κτλ.· - μελίστακτος, ον, Ἀνθ. Π. 4. 1, 33.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui distille du miel.
Étymologie: μέλι, στάζω.
Greek Monolingual
-ές (Α μελισταγής, -ές)
1. αυτός που στάζει μέλι («μελισταγής λόγος»)
2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν να στάζει μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -σταγής (< θ. σταγ- του στάζω, πρβλ. σταγ-ῆναι), πρβλ. αιμο-σταγής].
Greek Monotonic
μελιστᾰγής: -ές (στάζω), αυτός που στάζει μέλι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μελιστᾰγής: источающий мед (στόμα Anth.).