μακροπώγων: Difference between revisions
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μακροπώγων:''' -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακρύ [[μούσι]], σε Στράβ. | |lsmtext='''μακροπώγων:''' -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακρύ [[μούσι]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μακρο-[[πώγων]], ωνος, ὁ, ἡ,<br />[[long]]-[[bearded]], Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ωνος, ὁ, ἡ,
A long-bearded, name of a tribe, Str.11.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
μακροπώγων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὸν πώγωνα, Στράβ. 492.
French (Bailly abrégé)
ωνος;
adj. m.
à la longue barbe.
Étymologie: μακρός, πώγων.
Greek Monolingual
ο (Α μακροπώγων,-ωνος)
αυτός που έχει μακριά γενειάδα, μακρογένης
αρχ.
(στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μακροπώγωνες
ονομασία αρχαίας φυλής («μετὰ δὲ ταύτην Ἀχαιοὶ καὶ Ζυγοὶ καὶ Ἡνίοχοι Κερκέται τε καὶ Μακροπώγωνες», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. βαθυ-πώγων, τραγο-πώγων)].
Greek Monotonic
μακροπώγων: -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακρύ μούσι, σε Στράβ.