μιμητέος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(5)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῑμητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[μιμέομαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κάποιος]] που πρέπει να γίνει [[αντικείμενο]] μίμησης, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>μιμητέον</i>, [[κάτι]] που πρέπει να γίνει [[αντικείμενο]] μίμησης, σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''μῑμητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[μιμέομαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κάποιος]] που πρέπει να γίνει [[αντικείμενο]] μίμησης, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>μιμητέον</i>, [[κάτι]] που πρέπει να γίνει [[αντικείμενο]] μίμησης, σε Ευρ., Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῑμητέος, η, ον verb. adj. of [[μιμέομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to be imitated, Xen.<br /><b class="num">II.</b> μιμητέον, one must [[imitate]], Eur., Xen.
}}
}}

Revision as of 04:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμητέος Medium diacritics: μιμητέος Low diacritics: μιμητέος Capitals: ΜΙΜΗΤΕΟΣ
Transliteration A: mimētéos Transliteration B: mimēteos Transliteration C: mimiteos Beta Code: mimhte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be imitated, X.Mem. 3.10.8, etc.    II μιμητέον, one must imitate, E.Hipp.114, Pl.R. 396b; τινά τι X.Mem.1.7.2.

Greek (Liddell-Scott)

μῑμητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ μιμηθῇ τις, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 8. ΙΙ. μιμητέον, πρέπει τις νὰ μιμηθῇ, Εὐρ. Ἱππ. 114, Πλάτ. Πολ. 396Β· τινά τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de μιμέομαι.

Greek Monotonic

μῑμητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του μιμέομαι·
I. κάποιος που πρέπει να γίνει αντικείμενο μίμησης, σε Ξεν.
II. μιμητέον, κάτι που πρέπει να γίνει αντικείμενο μίμησης, σε Ευρ., Ξεν.

Middle Liddell

μῑμητέος, η, ον verb. adj. of μιμέομαι
I. to be imitated, Xen.
II. μιμητέον, one must imitate, Eur., Xen.