νεοτόκος: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
(3b)
(1ba)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νεοτόκος:''' <b class="num">I</b> adj. f недавно родившая ([[ἵππος]] [[θήλεια]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ἡ молодая мать Eur.
|elrutext='''νεοτόκος:''' <b class="num">I</b> adj. f недавно родившая ([[ἵππος]] [[θήλεια]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ἡ молодая мать Eur.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεο-[[τόκος]], ον, [[τίκτω]]<br />having [[just]] brought [[forth]], Eur.
}}
}}

Revision as of 04:10, 10 January 2019

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient d’enfanter.
Étymologie: νέος, τίκτω.

English (Slater)

νεοτόκος
   1 of recent childbirth ]ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ (sc. Ἀλκμήνα, from the bed where she had just given birth to Herakles and Iphikles) (Pae. 20.14)

Greek Monolingual

-ο (Α νεοτόκος και νεητόκος, -ον)
αυτός που γέννησε πρόσφατα («λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τόκος (< τίκτω), πρβλ. θεο-τόκος, τελειο-τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

νεοτόκος: I adj. f недавно родившая (ἵππος θήλεια Plut.).
II ἡ молодая мать Eur.

Middle Liddell

νεο-τόκος, ον, τίκτω
having just brought forth, Eur.