ὀαριστής: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(3b) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀᾰριστής:''' οῦ ὁ собеседник или сотоварищ Hom., Plat., Diog. L. | |elrutext='''ὀᾰριστής:''' οῦ ὁ собеседник или сотоварищ Hom., Plat., Diog. L. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ής, οῦ, ὁ,<br />a [[familiar]] [[friend]], Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:20, 10 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A familiar friend, Μίνως . . Διὸς μεγάλου ὀαριστής Od.19.179, cited by Pl.Min.319d ; Πυθαγόρην . . σεμνηγορίης ὀ. Timo57.
German (Pape)
[Seite 288] ὁ, der, mit dem man vertraulich umgeht u. sich unterhält, Genosse, Gesellschafter; Μίνως heißt Od. 19, 179 Διὸς μεγάλου ὀαριστής; Plat. Minos 319 d sagt ὀαριστὴς συνουσιαστής ἐστιν ἐν λόγοις. S. auch Timon bei Plut. Num. 8, Schwätzer.
Greek (Liddell-Scott)
ὀᾰριστής: -οῦ, ὁ, (ὀαρίζω) οἰκεῖος, φίλος, Μίνως ... Διὸς μεγάλου ὀαριστὴς Ὀδ. Τ. 179, πρβλ. Πλάτ. Μίνων 319D· Πυθαγόρην ... σεμνηγορίης ὀαρ. Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 8. 36.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui vit en commerce intime avec, compagnon familier ; p. ext. familier avec.
Étymologie: ὀαρίζω.
English (Autenrieth)
(ὀαρίζω): bosom friend, Od. 19.179†.
Greek Monolingual
ὀαριστής, ὁ (Α) οαρίζω
φίλος με τον οποίο συναναστρέφεται και συνδιαλέγεται κανείς με εμπιστοσύνη και ειλικρίνεια, συνομιλητής, σύντροφος («Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ὀᾰριστής: -οῦ, ὁ, κοντινός φίλος, οικείος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀᾰριστής: οῦ ὁ собеседник или сотоварищ Hom., Plat., Diog. L.