ναυσιπέρατος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(3b)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ναυσῐπέρᾱτος:''' ион. [[νηυσιπέρητος]] 2 удобопроходимый для кораблей, судоходный ([[ποταμός]] Her., Arst.).
|elrutext='''ναυσῐπέρᾱτος:''' ион. [[νηυσιπέρητος]] 2 удобопроходимый для кораблей, судоходный ([[ποταμός]] Her., Arst.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ναυσῐ-πέρᾱτος, ιονιξ νηυσι-πέρητος, ον = [[ναυσίπορος]]<br />[[navigable]] or ([[perhaps]]) to be crossed by a [[ferry]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 04:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσιπέρᾱτος Medium diacritics: ναυσιπέρατος Low diacritics: ναυσιπέρατος Capitals: ΝΑΥΣΙΠΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: nausipératos Transliteration B: nausiperatos Transliteration C: nafsiperatos Beta Code: nausipe/ratos

English (LSJ)

Ion. νηυσιπέρητος, ον,

   A navigable, Hdt.1.189,193,5.52, Arist.Mete.351a18, D.H.3.44.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσῐπέρᾱτος: Ἰων. νηυσιπέρητος, ον, = ναυσίπορος, πλωτός, ἢ (ἴσως) διαβατὸς διὰ πορθμείου, Ἡρόδ. 1. 189, 193., 5, 52, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 28, Διον. Ἁλ. 3. 44. ― Νεώτεροί τινες ἐκδόται γράφουσι διῃρημένως, ναυσὶ περατός, νηυσὶ περητός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
traversé par des navires.
Étymologie: ναῦς, περατός.

Greek Monolingual

ναυσιπέρατος και ιων. τ. νηυσιπέρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διέλθει με πλοίο, ο διαβατός με πλοίο, πλωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + περατός (< περάω «περνώ»)].

Greek Monotonic

ναυσῐπέρᾱτος: Ιων. νηυσι-πέρητος, -ον = ναυσίπορος, πλωτός ή (πιθ.) διαβατός μέσω στενού περάσματος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ναυσῐπέρᾱτος: ион. νηυσιπέρητος 2 удобопроходимый для кораблей, судоходный (ποταμός Her., Arst.).

Middle Liddell

ναυσῐ-πέρᾱτος, ιονιξ νηυσι-πέρητος, ον = ναυσίπορος
navigable or (perhaps) to be crossed by a ferry, Hdt.