Ὀλυμπιονίκης: Difference between revisions
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(5) |
(1ba) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ὀλυμπῐονίκης:''' [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, -ᾱ, ὁ, ([[νικάω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[νικητής]] στους Ολυμπιακούς Αγώνες, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[Ὀλυμπιονίκης]] [[ὕμνος]], στον ίδ. | |lsmtext='''Ὀλυμπῐονίκης:''' [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, -ᾱ, ὁ, ([[νικάω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[νικητής]] στους Ολυμπιακούς Αγώνες, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[Ὀλυμπιονίκης]] [[ὕμνος]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[νικάω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[conqueror]] in the Olympic games, Pind.<br /><b class="num">II.</b> as adj., Ὀλ. [[ὕμνος]] Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:35, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], ου, Dor. Ὀλυμπιο-νίκας, ᾱ, ὁ,
A conqueror in the Olympic games, Pi.O.6.4, al., Hdt.5.47,71, And.4.33, Pl.R.465d, Arist.Rh.1365a25. II as Adj., Ὀ. ὕμνος, τεθμός, Pi.O.3.3,7.88.
Greek (Liddell-Scott)
Ὀλυμπῐονίκης: [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, ᾱ, ὁ νικητὴς ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι, συχν. παρὰ Πινδ.· ὡσαύτως παρ’ Ἀνδοκ. 23. 27, Πλάτ. Πολ. 465D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 33. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Ὀλ. ὕμνος, τεθμὸς Πινδ. 3. 4., 7. 162.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le vainqueur aux jeux olympiques.
Étymologie: Ὀλύμπια, νικάω.
Greek Monotonic
Ὀλυμπῐονίκης: [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, -ᾱ, ὁ, (νικάω),·
I. νικητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες, σε Πίνδ.
II. ως επίθ., Ὀλυμπιονίκης ὕμνος, στον ίδ.
Middle Liddell
νικάω
I. a conqueror in the Olympic games, Pind.
II. as adj., Ὀλ. ὕμνος Pind.