ὀλοφυρτικός: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀλοφυρτικός:''' склонный к жалобам Arst. | |elrutext='''ὀλοφυρτικός:''' склонный к жалобам Arst. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὀλοφυρτικός]], ή, όν [from [[ὀλοφύρομαι]]<br />[[querulous]], Arist. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A inclined to lamentation, querulous, Arist.EN1125a9. Adv. -κῶς J.BJ6.5.3.
German (Pape)
[Seite 327] zum Wehklagen gehörig, geneigt, klagend, kläglich, Arist. eth. 4, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοφυρτικός: -ή, -όν, ὁ ῥέπων εἰς θρήνους, θρηνητικός, παραπονετικός, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 32. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 5, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
plaintif, qui se lamente.
Étymologie: ὀλοφύρομαι.
Greek Monolingual
ὀλοφυρτικός, -ή, -όν (Α) ολοφύρομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ολοφυρμό, θρηνητικός
2. μεμψίμοιρος, παραπονιάρης.
επίρρ...
ὀλοφυρτικῶς (Α)
με ολοφυρτικό τρόπο, θρηνητικά.
Greek Monotonic
ὀλοφυρτικός: -ή, -όν, παραπονιάρης, κλαψιάρης, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλοφυρτικός: склонный к жалобам Arst.
Middle Liddell
ὀλοφυρτικός, ή, όν [from ὀλοφύρομαι
querulous, Arist.