ὁμόκαπος: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
(3b)
(1ba)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὁμόκᾰπος:''' [[κάπη]] питающийся вместе, т. е. вместе живущий (Arst. - v. l. [[ὁμόκαπνος]]).
|elrutext='''ὁμόκᾰπος:''' [[κάπη]] питающийся вместе, т. е. вместе живущий (Arst. - v. l. [[ὁμόκαπνος]]).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμό-κᾰπος, ον, [[κάπη]]<br />[[eating]] [[together]], ap. Arist.
}}
}}

Revision as of 04:45, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 337] (κάπη), zusammen essend, zusammen lebend, Epimenid. bei Arist. pol. 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκᾰπος: -ον, (κάπη) ὁ ὁμοῦ τρώγων, Ἐπιμενίδ. ἐν Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 5· ἕτεροι προτιμῶσιν ὁμόκαπνος, ὁ ἐν τῷ αὐτῷ καπνῷ, ἢ παρὰ τὴν αὐτὴν ἑστίαν, ὁ ὁμοῦ ζῶν, ἴδε Göttling σ. 479. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 173.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon de crèche, càd de table.
Étymologie: ὁμός, κάπη.

Greek Monolingual

ὁμόκαπος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ ὁμόκαποι
συνδαιτημόνες, ομοτράπεζοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κάπη «φάτνη, θέση για τροφή ζώων»].

Greek Monotonic

ὁμόκᾰπος: -ον (κάπη), ομοτράπεζος, συνδαιτημόνας, στον Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόκᾰπος: κάπη питающийся вместе, т. е. вместе живущий (Arst. - v. l. ὁμόκαπνος).

Middle Liddell

ὁμό-κᾰπος, ον, κάπη
eating together, ap. Arist.