παρῆλιξ: Difference between revisions
περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man
(nl) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρ-ῆλιξ -ικος op leeftijd. | |elnltext=παρ-ῆλιξ -ικος op leeftijd. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=παρ-ῆλιξ, ῐκος,<br />[[past]] one's [[prime]], Plut., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ῐκος, ὁ, ἡ,
A past one's prime, Plu.Alex.32 : with neut., παρήλικα παιδικά AP12.228 (Strat.) : Comp. -έστερος Sor.1.15. II past the age-limit of service, POxy.1257.2 (iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 520] ὁ, ἡ, wie πάρηβος, abnehmend an Kraft; Plut. Alex. 32 u. öfter; παρήλικα παιδικά, Strat. 70 (XII, 228); Sp. haben den compar. παρηλικέστερος.
Greek (Liddell-Scott)
παρῆλιξ: -ῐκος, ὁ, ἡ, ὡς τὸ πάρηβος, ὁ ὑπερβὰς τὴν νεανικὴν ἀκμήν, Πλουτ. Ἀλέξ. 32˙ μετ’ οὐδετ., παρήλικα παιδικὰ Ἀνθ. Π. 12. 228˙ ἴδε ὁμῆλιξ καὶ πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 289.
French (Bailly abrégé)
ικος (ὁ, ἡ)
qui n’est plus dans la force de l’âge, qui est sur son déclin.
Étymologie: παρά, ἧλιξ.
Greek Monotonic
παρῆλιξ: -ῐκος, ὁ, ἡ, αυτός που υπερβαίνει τη νεότητα, ηλικιωμένος, γηραιός, σε Πλούτ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
παρῆλιξ: ῐκος adj. старящийся, пожилой Plut., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-ῆλιξ -ικος op leeftijd.