περιγραπτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(nl)
(1ba)
Line 13: Line 13:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περιγραπτός -όν [περιγράφω] omschreven, begrensd.
|elnltext=περιγραπτός -όν [περιγράφω] omschreven, begrensd.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-[[γραπτός]], όν [from [[περιγράφω]]<br />marked [[round]], ἐκ περιγραπτοῦ from a circumscribed [[space]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 05:25, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 572] umschrieben, begränzt; οὐκ ἐκ βραχέος καὶ περιγραπτοῦ ὁρμώμενοι Thuc. 7, 49; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιγραπτός: -ή, -όν, ὁ περιγεγραμμένος, περιωρισμένος, οὐκ ἐκ περιγραπτοῦ, ἐκ περιωρισμένου διαστήματος ἢ χώρου, Θουκ. 7. 49· τόπῳ περιγραπτὴν ἐρῶ τὴν φιλίαν Εὐσταθ. Πονημάτ. 333. 60.

Greek Monotonic

περιγραπτός: -όν, σημειωμένος γύρω-γύρω, περιγεγραμμένος, ἐκ περιγραπτοῦ, από ένα περιγεγραμμένο διάστημα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

περιγραπτός: очерченный, ограниченный: ἐκ βραχέος καὶ περιγραπτοῦ ὁρμᾶσθαι Thuc. производить вылазки с маленького и ограниченного участка.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιγραπτός -όν [περιγράφω] omschreven, begrensd.

Middle Liddell

περι-γραπτός, όν [from περιγράφω
marked round, ἐκ περιγραπτοῦ from a circumscribed space, Thuc.