ἀκτένιστος: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(1a) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κτενίζω]]<br />[[uncombed]], [[unkempt]], Soph. | |mdlsjtxt=[[κτενίζω]]<br />[[uncombed]], [[unkempt]], Soph. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[ἀκτένιστος]] -ον [ἀ-, [[κτενίζω]] ongekamd. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A uncombed, κόμη S.OC1261, Sch.A.R.1.60.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non peigné.
Étymologie: ἀ, κτενίζω.
Spanish (DGE)
-ον
despeinado κόμη S.OC 1261, cf. Philaenis en POxy.2891.1.2.3, Sch.A.R.3.50.
Greek Monolingual
-η, -ο και αχτένιστος (AM ἀκτένιστος, -ον) κτενίζω
αυτός που δεν χτενίστηκε, ακατάστατος, ξεχτένιστος
(νεολλ.)
1. (για τρίχες, νήματα κ.λπ.) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό εργαλείο, με το χτένι, ο αλανάριστος,
2. (για λόγο, σύγγραμμα κ.λπ.) ο μη επεξεργασμένος με προσοχή και επιμέλεια, αφρόντιστος, παραμελημένος, μισοτελειωμένος.
Greek Monotonic
ἀκτένιστος: -ον (κτενίζω), αχτένιστος, ατημέλητος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκτένιστος: не(при)чесанный (κόμη Soph.).
Middle Liddell
κτενίζω
uncombed, unkempt, Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκτένιστος -ον [ἀ-, κτενίζω ongekamd.