Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βουλευτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(1a)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βουλεύω]]<br />advising, Aesch.
|mdlsjtxt=[[βουλεύω]]<br />advising, Aesch.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βουλευτήριος]] -ον [[βουλεύω]] raadgevend.
}}
}}

Revision as of 06:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλευτήριος Medium diacritics: βουλευτήριος Low diacritics: βουλευτήριος Capitals: ΒΟΥΛΕΥΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: bouleutḗrios Transliteration B: bouleutērios Transliteration C: vouleftirios Beta Code: bouleuth/rios

English (LSJ)

ον,

   A giving advice, κακῶν τ' Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριον A.Th.575.

German (Pape)

[Seite 457] ον, berathend, ὁ, der Rathgeber, Aesch. Spt. 557.

Greek (Liddell-Scott)

βουλευτήριος: -ον, = βουλευτικὸς Ι. 2, ὁ παρέχων συμβουλήν, κακῶν τ’ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριον Αἰσχύλ. Θήβ. 575.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre à donner un conseil, à conseiller.
Étymologie: βουλεύθω.

Greek Monolingual

βουλευτήριος, -ον (Α)
ο αρμόδιος ή κατάλληλος να παρέχει συμβουλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουλευτήρ (< βουλεύω) «βουλευτής» (Ησύχ.) ή < βουλευτής.

Greek Monotonic

βουλευτήριος: -ον (βουλεύω), συμβουλευτικός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βουλευτήριος:
1) дающий совет, советник (τινί τινος Aesch.);
2) (в Афинах) булевт, член Совета Пятисот Plat., Arst.

Middle Liddell

βουλεύω
advising, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουλευτήριος -ον βουλεύω raadgevend.