βρύχημα: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(1a) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=bellowing, [[roaring]], of men, Plut. | |mdlsjtxt=bellowing, [[roaring]], of men, Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βρύχημα]] -ατος, τό [[βρυχάομαι]] gebrul. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A roar, roaring, λέοντος APl.4.94 (Arch.), cf. Opp.C.3.36; improperly of sheep (cf. βληχάομαι), A.Fr.158 (pl.); of men, Plu.Mar.20, Alex. 51.
German (Pape)
[Seite 466] τό, dasselbe, Aesch. frg. 146; λέοντος Archi. 27 (Plan. 94); Opp. C. 1, 304; von Menschen Plut. Mar. 20 Al. 51.
Greek (Liddell-Scott)
βρύχημα: τό, ἀγρία φωνή, μούγκρισμα, Ὀππ. Κ. 3. 36· ἀτόπως ἐπὶ προβάτων (πρβλ. βληχάομαι), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλούτ. Μαρ. 20, Ἀλεξ. 51.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
cri de fureur, hurlement de douleur.
Étymologie: βρυχάομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ῡ-]
bramidodel ganado μυκηθμοῖσι καὶ βρυχήμασιν con mugidos y balidos A.Fr.158.3
•rugido λέοντος AP 16.94 (Arch.), cf. Opp.C.3.36, Aq.Ib.3.24
•de pers. rugido, bramido de desesperación, Plu.Mar.20, Alex.51.
Greek Monolingual
το (AM βρύχημα) βρυχώμαι
ο βρυχηθμός.
Greek Monotonic
βρύχημα: -ατος, τό, μουγκρητό, ουρλιαχτό, λέγεται για τους ανθρώπους, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βρύχημα: ατος (ῡ) τό рев (μυκηθμοὶ καὶ βρυχήματα Aesch.; β. μεμυγμένον ἀπειλαῖς Plut.).
Middle Liddell
bellowing, roaring, of men, Plut.