helper: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
mNo edit summary
(nlel)
Line 3: Line 3:
P. and V. [[ἐπίκουρος]], ὁ or ἡ, [[τιμωρός]], ὁ or ἡ, παραστατής, ὁ (Plat., and Eur., ''Frag.''), Ar. and V. συμπαραστάτης, ὁ, V. βοηδρόμος, ὁ or ἡ, [[τιμάορος]], ὁ or ἡ, [[ἀρωγός]], ὁ or ἡ, P. βοηθός, ὁ or ἡ; fem., V. [[παραστάτις]], ἡ.
P. and V. [[ἐπίκουρος]], ὁ or ἡ, [[τιμωρός]], ὁ or ἡ, παραστατής, ὁ (Plat., and Eur., ''Frag.''), Ar. and V. συμπαραστάτης, ὁ, V. βοηδρόμος, ὁ or ἡ, [[τιμάορος]], ὁ or ἡ, [[ἀρωγός]], ὁ or ἡ, P. βοηθός, ὁ or ἡ; fem., V. [[παραστάτις]], ἡ.
[[associate]] (<b class="b2">in [[work]]</b>): P. and V. [[κοινωνός]], ὁ or ἡ, [[συνεργός]], ὁ or ἡ, [[συλλήπτωρ]], ὁ, Ar. and V. [[σύννομος]], ὁ or ἡ, V. [[συνεργάτης]], ὁ; fem., V. συνεργάτις, ἡ.
[[associate]] (<b class="b2">in [[work]]</b>): P. and V. [[κοινωνός]], ὁ or ἡ, [[συνεργός]], ὁ or ἡ, [[συλλήπτωρ]], ὁ, Ar. and V. [[σύννομος]], ὁ or ἡ, V. [[συνεργάτης]], ὁ; fem., V. συνεργάτις, ἡ.
}}
{{nlel
|nleltext=[[βοηθόος]], [[βοηθός]], [[παράκλητος]], [[παράσειρος]], [[παρασπιστής]], [[πάρεδρος]], [[συλλήπτωρ]], [[συμπαραστάτης]], [[συμ-πράκτωρ]], [[συνεργός]], [[συνέριθος]]
}}
}}

Revision as of 08:25, 10 January 2019

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 396.jpg

subs.

P. and V. ἐπίκουρος, ὁ or ἡ, τιμωρός, ὁ or ἡ, παραστατής, ὁ (Plat., and Eur., Frag.), Ar. and V. συμπαραστάτης, ὁ, V. βοηδρόμος, ὁ or ἡ, τιμάορος, ὁ or ἡ, ἀρωγός, ὁ or ἡ, P. βοηθός, ὁ or ἡ; fem., V. παραστάτις, ἡ. associate (in work): P. and V. κοινωνός, ὁ or ἡ, συνεργός, ὁ or ἡ, συλλήπτωρ, ὁ, Ar. and V. σύννομος, ὁ or ἡ, V. συνεργάτης, ὁ; fem., V. συνεργάτις, ἡ.

Dutch > Greek

βοηθόος, βοηθός, παράκλητος, παράσειρος, παρασπιστής, πάρεδρος, συλλήπτωρ, συμπαραστάτης, συμ-πράκτωρ, συνεργός, συνέριθος