helper: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
mNo edit summary |
(nlel) |
||
Line 3: | Line 3: | ||
P. and V. [[ἐπίκουρος]], ὁ or ἡ, [[τιμωρός]], ὁ or ἡ, παραστατής, ὁ (Plat., and Eur., ''Frag.''), Ar. and V. συμπαραστάτης, ὁ, V. βοηδρόμος, ὁ or ἡ, [[τιμάορος]], ὁ or ἡ, [[ἀρωγός]], ὁ or ἡ, P. βοηθός, ὁ or ἡ; fem., V. [[παραστάτις]], ἡ. | P. and V. [[ἐπίκουρος]], ὁ or ἡ, [[τιμωρός]], ὁ or ἡ, παραστατής, ὁ (Plat., and Eur., ''Frag.''), Ar. and V. συμπαραστάτης, ὁ, V. βοηδρόμος, ὁ or ἡ, [[τιμάορος]], ὁ or ἡ, [[ἀρωγός]], ὁ or ἡ, P. βοηθός, ὁ or ἡ; fem., V. [[παραστάτις]], ἡ. | ||
[[associate]] (<b class="b2">in [[work]]</b>): P. and V. [[κοινωνός]], ὁ or ἡ, [[συνεργός]], ὁ or ἡ, [[συλλήπτωρ]], ὁ, Ar. and V. [[σύννομος]], ὁ or ἡ, V. [[συνεργάτης]], ὁ; fem., V. συνεργάτις, ἡ. | [[associate]] (<b class="b2">in [[work]]</b>): P. and V. [[κοινωνός]], ὁ or ἡ, [[συνεργός]], ὁ or ἡ, [[συλλήπτωρ]], ὁ, Ar. and V. [[σύννομος]], ὁ or ἡ, V. [[συνεργάτης]], ὁ; fem., V. συνεργάτις, ἡ. | ||
}} | |||
{{nlel | |||
|nleltext=[[βοηθόος]], [[βοηθός]], [[παράκλητος]], [[παράσειρος]], [[παρασπιστής]], [[πάρεδρος]], [[συλλήπτωρ]], [[συμπαραστάτης]], [[συμ-πράκτωρ]], [[συνεργός]], [[συνέριθος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 08:25, 10 January 2019
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. ἐπίκουρος, ὁ or ἡ, τιμωρός, ὁ or ἡ, παραστατής, ὁ (Plat., and Eur., Frag.), Ar. and V. συμπαραστάτης, ὁ, V. βοηδρόμος, ὁ or ἡ, τιμάορος, ὁ or ἡ, ἀρωγός, ὁ or ἡ, P. βοηθός, ὁ or ἡ; fem., V. παραστάτις, ἡ. associate (in work): P. and V. κοινωνός, ὁ or ἡ, συνεργός, ὁ or ἡ, συλλήπτωρ, ὁ, Ar. and V. σύννομος, ὁ or ἡ, V. συνεργάτης, ὁ; fem., V. συνεργάτις, ἡ.
Dutch > Greek
βοηθόος, βοηθός, παράκλητος, παράσειρος, παρασπιστής, πάρεδρος, συλλήπτωρ, συμπαραστάτης, συμ-πράκτωρ, συνεργός, συνέριθος