Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρυγώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
(42)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[τρυγώ]].———————— <b>(II)</b><br />-έω, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ξηραίνω]]<br /><b>2.</b> μτγν. τ. του τρυγῶ (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τρυγώ]]].———————— <b>(III)</b><br />-όω, Α<br />[[τρυγώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του ρ. <i>τρυγῶ</i> (Ι), [[κατά]] τα συνηρημένα σε -<i>ῶ</i> /-<i>όω</i>].———————— τρυγῶ, -άω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[συγκομίζω]] ώριμους καρπούς και [[ιδίως]] σταφύλια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αποσπώ]] χρήματα από κάποιον εκμεταλλευόμενος την [[αγάπη]] που μού δείχνει, [[απομυζώ]], [[βυζαίνω]] (α. «κάνει πως τον αγαπάει και τον τρυγάει» β. «καὶ νῡν τρυγῶσι αὐτόν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[συλλέγω]] το [[μέλι]] από τις κυψέλες<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[απολαμβάνω]] ερωτικές χαρές («να τρυγήσω τα [[φιλιά]] της»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «ἐρήμους τρυγᾱν»<br />(ενν. <i>ἀμπέλους</i>) ([[συλλέγω]] σταφύλια από αφύλακτο [[αμπέλι]]) λέγεται για εκείνους που επιδεικνύουν [[τόλμη]] [[εκεί]] όπου δεν υπάρχει [[τίποτε]] το επίφοβο, για τους ψευτοπαληκαράδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία πιθανότατα συνδέεται με τον τ. [[τρύξ]] (<b>βλ. λ.</b> [[τρύγα]]). Το ρ. <i>τρυγῶ</i> χρησιμοποιείται τόσο με τη γενική σημ. «[[συλλέγω]] καρπούς» όσο και με την ειδικότερη «[[μαζεύω]] σταφύλια», ενώ ορισμένοι τ. της οικογένειας εμφανίζουν σημασίες σχετικές με την [[έννοια]] της ξηρότητας (<b>πρβλ.</b> [[ὀτρύγη]], [[χόρτος]], [[καλάμη]], [[τρύγω]] «ξηραίνομαι», <i>τρυγῶ</i> (ΙΙ) «[[ξηραίνω]]», [[τρυγαβόλιον]] «[[αποθήκη]] στην οποία φυλάσσονται οι ξηροί καρποί»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[τρυγώ]].<br /><b>(II)</b><br />-έω, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ξηραίνω]]<br /><b>2.</b> μτγν. τ. του τρυγῶ (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τρυγώ]]].<br /><b>(III)</b><br />-όω, Α<br />[[τρυγώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του ρ. <i>τρυγῶ</i> (Ι), [[κατά]] τα συνηρημένα σε -<i>ῶ</i> /-<i>όω</i>].<br />τρυγῶ, -άω, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[συγκομίζω]] ώριμους καρπούς και [[ιδίως]] σταφύλια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αποσπώ]] χρήματα από κάποιον εκμεταλλευόμενος την [[αγάπη]] που μού δείχνει, [[απομυζώ]], [[βυζαίνω]] (α. «κάνει πως τον αγαπάει και τον τρυγάει» β. «καὶ νῡν τρυγῶσι αὐτόν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[συλλέγω]] το [[μέλι]] από τις κυψέλες<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[απολαμβάνω]] ερωτικές χαρές («να τρυγήσω τα [[φιλιά]] της»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «ἐρήμους τρυγᾱν»<br />(ενν. <i>ἀμπέλους</i>) ([[συλλέγω]] σταφύλια από αφύλακτο [[αμπέλι]]) λέγεται για εκείνους που επιδεικνύουν [[τόλμη]] [[εκεί]] όπου δεν υπάρχει [[τίποτε]] το επίφοβο, για τους ψευτοπαληκαράδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία πιθανότατα συνδέεται με τον τ. [[τρύξ]] (<b>βλ. λ.</b> [[τρύγα]]). Το ρ. <i>τρυγῶ</i> χρησιμοποιείται τόσο με τη γενική σημ. «[[συλλέγω]] καρπούς» όσο και με την ειδικότερη «[[μαζεύω]] σταφύλια», ενώ ορισμένοι τ. της οικογένειας εμφανίζουν σημασίες σχετικές με την [[έννοια]] της ξηρότητας (<b>πρβλ.</b> [[ὀτρύγη]], [[χόρτος]], [[καλάμη]], [[τρύγω]] «ξηραίνομαι», <i>τρυγῶ</i> (ΙΙ) «[[ξηραίνω]]», [[τρυγαβόλιον]] «[[αποθήκη]] στην οποία φυλάσσονται οι ξηροί καρποί»].
}}
}}

Revision as of 12:10, 10 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-άω, ΝΑ
βλ. τρυγώ.
(II)
-έω, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) ξηραίνω
2. μτγν. τ. του τρυγῶ (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρυγώ].
(III)
-όω, Α
τρυγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. τρυγῶ (Ι), κατά τα συνηρημένα σε - /-όω].
τρυγῶ, -άω, ΝΜΑ
1. συγκομίζω ώριμους καρπούς και ιδίως σταφύλια
2. μτφ. αποσπώ χρήματα από κάποιον εκμεταλλευόμενος την αγάπη που μού δείχνει, απομυζώ, βυζαίνω (α. «κάνει πως τον αγαπάει και τον τρυγάει» β. «καὶ νῡν τρυγῶσι αὐτόν», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) συλλέγω το μέλι από τις κυψέλες
2. μτφ. απολαμβάνω ερωτικές χαρές («να τρυγήσω τα φιλιά της»)
αρχ.
παροιμ. «ἐρήμους τρυγᾱν»
(ενν. ἀμπέλους) (συλλέγω σταφύλια από αφύλακτο αμπέλι) λέγεται για εκείνους που επιδεικνύουν τόλμη εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτε το επίφοβο, για τους ψευτοπαληκαράδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία πιθανότατα συνδέεται με τον τ. τρύξ (βλ. λ. τρύγα). Το ρ. τρυγῶ χρησιμοποιείται τόσο με τη γενική σημ. «συλλέγω καρπούς» όσο και με την ειδικότερη «μαζεύω σταφύλια», ενώ ορισμένοι τ. της οικογένειας εμφανίζουν σημασίες σχετικές με την έννοια της ξηρότητας (πρβλ. ὀτρύγη, χόρτος, καλάμη, τρύγω «ξηραίνομαι», τρυγῶ (ΙΙ) «ξηραίνω», τρυγαβόλιον «αποθήκη στην οποία φυλάσσονται οι ξηροί καρποί»].