τριχοφόρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(42)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο / [[τριχοφόρος]], -ον, ΝΑ<br />[[δασύτριχος]], [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]].<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[τριχοφόρος]]<br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[κοινή]] [[ονομασία]] του μεγαλόσωμου θαλάσσιου θηλαστικού [[οδόβαινος]], που μοιάζει με [[φώκια]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που φορεί τριχωτά ενδύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=-ο / [[τριχοφόρος]], -ον, ΝΑ<br />[[δασύτριχος]], [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]].<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τριχοφόρος]]<br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[κοινή]] [[ονομασία]] του μεγαλόσωμου θαλάσσιου θηλαστικού [[οδόβαινος]], που μοιάζει με [[φώκια]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που φορεί τριχωτά ενδύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}