ζωηφόρος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
m (Text replacement - "˙" to "·") |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (AM [[ζωηφόρος]], -ον)<br />αυτός που παρέχει ζωή, [[ζωοδότης]], [[ζωογόνος]], [[σωτήριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ο (AM [[ζωηφόρος]], -ον)<br />αυτός που παρέχει ζωή, [[ζωοδότης]], [[ζωογόνος]], [[σωτήριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ζωηφόρος]]<br />εσφ. τ. [[αντί]] [[ζωφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζωή</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αχθο</i>-[[φόρος]], <i>καρπο</i>-[[φόρος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A life-bringing, Them.Or.19.228d, Sch.Il.8.70; ζ. γραμμὴ [χειρός] line of life, in palmistry, Cat.Cod.Astr.7.238.
German (Pape)
[Seite 1142] Leben bringend, Sp., wie Themist. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ζωηφόρος: -ον, ὁ φέρων ζωήν, Συλλ. Ἐπιγρ. 8815· -φόριος, ον, Συνέσ. Ὕμν. 3. 601.
Greek Monolingual
-ο (AM ζωηφόρος, -ον)
αυτός που παρέχει ζωή, ζωοδότης, ζωογόνος, σωτήριος
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ζωηφόρος
εσφ. τ. αντί ζωφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωή + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος, καρπο-φόρος.