ἐτυμολόγος: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(14)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ἐτυμολόγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μελετά την [[ετυμολογία]] τών λέξεων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ετυμολόγος]]<br />ο [[επιστήμονας]] που ασχολείται με την [[ετυμολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έτυμον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]])].
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ἐτυμολόγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μελετά την [[ετυμολογία]] τών λέξεων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ετυμολόγος]]<br />ο [[επιστήμονας]] που ασχολείται με την [[ετυμολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έτυμον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]])].
}}
}}

Revision as of 11:25, 14 January 2019

German (Pape)

[Seite 1053] ὁ, der die Etymologie treibt, E. M. u. Schol.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτυμολόγος: ον σπουδάζων τὴν ἐτυμολογίαν· ὡς οὐσιαστ., ἐτ., ὁ, ὁ ἐτυμολογῶν, Ἐτυμ. Μ., Varro L. L.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ ἐτυμολόγος, -ον)
1. αυτός που μελετά την ετυμολογία τών λέξεων
2. το αρσ. ως ουσ. ο ετυμολόγος
ο επιστήμονας που ασχολείται με την ετυμολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμον + -λογος (< λέγω)].