σιτοπαραγωγός: Difference between revisions

From LSJ

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source
(37)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό, Ν<br /><b>1.</b> (για τόπους) αυτός που παράγει [[σιτάρι]] («[[σιτοπαραγωγός]] [[περιοχή]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, <i>η [[σιτοπαραγωγός]]<br />αυτός που καλλιεργεί και πωλεί [[σιτηρά]] («οι σιτοπαραγωγοί δεν έβγαλαν [[ούτε]] τα έξοδά τους»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίτος]] <span style="color: red;">+</span> [[παραγωγός]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=-ό, Ν<br /><b>1.</b> (για τόπους) αυτός που παράγει [[σιτάρι]] («[[σιτοπαραγωγός]] [[περιοχή]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, η [[σιτοπαραγωγός]]<br />αυτός που καλλιεργεί και πωλεί [[σιτηρά]] («οι σιτοπαραγωγοί δεν έβγαλαν [[ούτε]] τα έξοδά τους»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίτος]] <span style="color: red;">+</span> [[παραγωγός]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ό, Ν
1. (για τόπους) αυτός που παράγει σιτάρισιτοπαραγωγός περιοχή»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η σιτοπαραγωγός
αυτός που καλλιεργεί και πωλεί σιτηρά («οι σιτοπαραγωγοί δεν έβγαλαν ούτε τα έξοδά τους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].