αναπαυτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source
(4)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο (Α [[ἀναπαυτήριος]] και [[ἀναπαυστήριος]] και ιων. ἀμπαυστήριος, -ον) [[ἀναπαύω]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[ανάπαυση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[αναπαυτήριο]](<i>ν</i>) α) [[τόπος]] για [[ανάπαυση]], [[ησυχαστήριο]]<br />β) [[σάλπισμα]] που παραγγέλλει [[σιγή]] και ύπνο, [[σιωπητήριο]] (στα αρχ. «[[παράγγελμα]] με [[σάλπισμα]] για [[διακοπή]], [[στάση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />«[[αναπαυτήριο]] κλίμακος», [[σκαλοπάτι]] πλατύτερο από τα υπόλοιπα για σύντομη [[ανάπαυση]] αυτών που ανεβαίνουν, [[πλατύσκαλο]].
|mltxt=-ια, -ιο (Α [[ἀναπαυτήριος]] και [[ἀναπαυστήριος]] και ιων. ἀμπαυστήριος, -ον) [[ἀναπαύω]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[ανάπαυση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[αναπαυτήριο]](<i>ν</i>) α) [[τόπος]] για [[ανάπαυση]], [[ησυχαστήριο]]<br />β) [[σάλπισμα]] που παραγγέλλει [[σιγή]] και ύπνο, [[σιωπητήριο]] (στα αρχ. «[[παράγγελμα]] με [[σάλπισμα]] για [[διακοπή]], [[στάση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />«[[αναπαυτήριο]] κλίμακος», [[σκαλοπάτι]] πλατύτερο από τα υπόλοιπα για σύντομη [[ανάπαυση]] αυτών που ανεβαίνουν, [[πλατύσκαλο]].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ια, -ιο (Α ἀναπαυτήριος και ἀναπαυστήριος και ιων. ἀμπαυστήριος, -ον) ἀναπαύω
1. ο κατάλληλος για ανάπαυση
2. το ουδ. ως ουσ. το αναπαυτήριο(ν) α) τόπος για ανάπαυση, ησυχαστήριο
β) σάλπισμα που παραγγέλλει σιγή και ύπνο, σιωπητήριο (στα αρχ. «παράγγελμα με σάλπισμα για διακοπή, στάση»)
νεοελλ.
«αναπαυτήριο κλίμακος», σκαλοπάτι πλατύτερο από τα υπόλοιπα για σύντομη ανάπαυση αυτών που ανεβαίνουν, πλατύσκαλο.