ίππειος: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
(17)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἵππειος]], -εία, -ον, στους τραγ. και [[ἵππιος]] για μετρ. λόγους) [[ίππος]]<br />αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, [[ιππικός]] (α. «[[ίππειος]] [[ορός]]» — [[ορός]] που λαμβάνεται από το [[αίμα]] του ίππου<br />β. «ίππειον [[κρέας]]» — [[κρέας]] αλόγου<br />γ. «'ρῆξε δ' ἀφ' ἵππειον λόφον [[αὐτοῦ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἵππειος]]<br />[[ονομασία]] ενός [[μήνα]] στο Θρόνιον<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως κύρ. όν.) <i>το [[Ἵππειον]]<br />«τὸ [[Ἄργος]]<br />ἀπὸ Ἵππης τῆς Δαναοῡ», <b>Ησύχ.</b> <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἱππείως</i> (Α)<br />με ιππικό τρόπο.
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἵππειος]], -εία, -ον, στους τραγ. και [[ἵππιος]] για μετρ. λόγους) [[ίππος]]<br />αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, [[ιππικός]] (α. «[[ίππειος]] [[ορός]]» — [[ορός]] που λαμβάνεται από το [[αίμα]] του ίππου<br />β. «ίππειον [[κρέας]]» — [[κρέας]] αλόγου<br />γ. «'ρῆξε δ' ἀφ' ἵππειον λόφον [[αὐτοῦ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἵππειος]]<br />[[ονομασία]] ενός [[μήνα]] στο Θρόνιον<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως κύρ. όν.) το [[Ἵππειον]]<br />«τὸ [[Ἄργος]]<br />ἀπὸ Ἵππης τῆς Δαναοῡ», <b>Ησύχ.</b> <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἱππείως</i> (Α)<br />με ιππικό τρόπο.
}}
}}

Revision as of 12:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἵππειος, -εία, -ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) ίππος
αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» — ορός που λαμβάνεται από το αίμα του ίππου
β. «ίππειον κρέας» — κρέας αλόγου
γ. «'ρῆξε δ' ἀφ' ἵππειον λόφον αὐτοῦ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ἵππειος
ονομασία ενός μήνα στο Θρόνιον
2. (το ουδ. ως κύρ. όν.) το Ἵππειον
«τὸ Ἄργος
ἀπὸ Ἵππης τῆς Δαναοῡ», Ησύχ.
επίρρ...
ἱππείως (Α)
με ιππικό τρόπο.