οξύτονος: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(29) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀξύτονος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για ήχο), [[οξύς]], [[διαπεραστικός]] («ὀξυτόνων γόων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[λέξη]]) αυτή που τονίζεται στη [[λήγουσα]] με [[οξεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που άδεται σε οξύ τόνο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὀξύτονος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για ήχο), [[οξύς]], [[διαπεραστικός]] («ὀξυτόνων γόων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[λέξη]]) αυτή που τονίζεται στη [[λήγουσα]] με [[οξεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που άδεται σε οξύ τόνο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ὀξύτονον]]- (πιθ. γρφ. [[αντί]] [[οξύγονον]]) [[είδος]] φυτού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>οξυτόνως</i> (ΑΜ ὀξυτόνως)<br />με οξύ τόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[τείνω]]), <b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>τονος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀξύτονος, -ον)
1. (για ήχο), οξύς, διαπεραστικός («ὀξυτόνων γόων», Σοφ.)
2. (για λέξη) αυτή που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία
αρχ.
1. αυτός που άδεται σε οξύ τόνο
2. το ουδ. ως ουσ. το ὀξύτονον- (πιθ. γρφ. αντί οξύγονον) είδος φυτού.
επίρρ...
οξυτόνως (ΑΜ ὀξυτόνως)
με οξύ τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. βαρύ-τονος].