στεφανωτικός: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(38) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[στεφανωτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στεφανωτής]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στεφανωτικό</i>(<i>ν</i>)<br />χρήματα που έχουν οριστεί με [[διαθήκη]] για το [[στεφάνωμα]] τάφου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η στεφανωτική</i><br />η νόμιμη [[σύζυγος]], η παντρεμένη με [[στεφάνι]], στεφανωμένη<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό / [[στεφανωτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στεφανωτής]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στεφανωτικό</i>(<i>ν</i>)<br />χρήματα που έχουν οριστεί με [[διαθήκη]] για το [[στεφάνωμα]] τάφου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η στεφανωτική</i><br />η νόμιμη [[σύζυγος]], η παντρεμένη με [[στεφάνι]], στεφανωμένη<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[στεφανοχάρτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στεφανωματικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[στέφανο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 14 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,= στεφανωματικός, Thphr.HP1.13.3, al. 2 concerning a crown, λόγος Men.Rh. p.422S. II στεφανωτικόν, τό, money for crowning a tomb, Judeich Altertümer von Hierapolis Nos.133, 195. III -κά, τά, dub. sens. in POxy.1652 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 940] bekränzend; ἄνθη, Kranzblumen, Ath. III, 73 a; u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στεφάνωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 3, κτλ. ΙΙ. στεφανωτικόν, τό, χρήματα διὰ διαθήκης ὁρισθέντα πρὸς στεφάνωσιν τάφου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3912, -16.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στεφανωτικός, -ή, -όν, ΝΑ στεφανωτής
το ουδ. ως ουσ. το στεφανωτικό(ν)
χρήματα που έχουν οριστεί με διαθήκη για το στεφάνωμα τάφου
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η στεφανωτική
η νόμιμη σύζυγος, η παντρεμένη με στεφάνι, στεφανωμένη
2. το ουδ. ως ουσ. το στεφανοχάρτι
αρχ.
1. στεφανωματικός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στέφανο.