μεταθετός: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(24) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να μετατεθεί<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να μετατεθεί<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[μεταθετό]]<br />α) η [[δυνατότητα]] μετάθεσης<br />β) μουσικό όργανο που έχει κατασκευαστεί [[κατά]] τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγει [[άλλο]] ήχο από εκείνον που αναλογεί στον γραμμένο φθόγγο<br />γ) (καν. δίκ.) η αυθαίρετη ή η [[μετά]] από σχετική εκκλησιαστική [[απόφαση]] [[μετακίνηση]] επισκόπου ή άλλου κληρικού από την [[επισκοπή]] ή την [[ενορία]] του σε [[άλλη]] [[επισκοπή]] ή [[ενορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετατίθημι]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αχ. Αγαθόνικο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί να μετατεθεί
2. το ουδ. ως ουσ. το μεταθετό
α) η δυνατότητα μετάθεσης
β) μουσικό όργανο που έχει κατασκευαστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγει άλλο ήχο από εκείνον που αναλογεί στον γραμμένο φθόγγο
γ) (καν. δίκ.) η αυθαίρετη ή η μετά από σχετική εκκλησιαστική απόφαση μετακίνηση επισκόπου ή άλλου κληρικού από την επισκοπή ή την ενορία του σε άλλη επισκοπή ή ενορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετατίθημι. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αχ. Αγαθόνικο].