έλιξ: Difference between revisions
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
(11) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἕλιξ]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> [[στριμμένος]] ελικοειδώς<br /><b>2.</b> (για [[βόδι]]) αυτός που έχει στριφτά κέρατα ή ο [[ειλίπους]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[ἕλιξ]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> [[στριμμένος]] ελικοειδώς<br /><b>2.</b> (για [[βόδι]]) αυτός που έχει στριφτά κέρατα ή ο [[ειλίπους]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἕλιξ]]<br />το [[βόδι]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἕλιξ]]<br /><b>βλ.</b> [[έλικας]]. | ||
}} | }} |