πλινθιακός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(3b)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλίνθους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[πλινθιακός]]<br />[[πλινθευτής]], [[πλινθουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. παράγεται [[μάλλον]] από τον τ. [[πλινθίον]], υποκορ. του [[πλίνθος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θηρ</i>-[[ιακός]]: <i>θηρ</i>-<i>ίον</i>)].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλίνθους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πλινθιακός]]<br />[[πλινθευτής]], [[πλινθουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. παράγεται [[μάλλον]] από τον τ. [[πλινθίον]], υποκορ. του [[πλίνθος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θηρ</i>-[[ιακός]]: <i>θηρ</i>-<i>ίον</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πλινθιακός:''' ὁ кирпичный мастер, кирпичник Diog. L.
|elrutext='''πλινθιακός:''' ὁ кирпичный мастер, кирпичник Diog. L.
}}
}}

Revision as of 14:15, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθιακός Medium diacritics: πλινθιακός Low diacritics: πλινθιακός Capitals: ΠΛΙΝΘΙΑΚΟΣ
Transliteration A: plinthiakós Transliteration B: plinthiakos Transliteration C: plinthiakos Beta Code: plinqiako/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for bricks: ὁ π., = πλινθευτής, D.L.4.36.

German (Pape)

[Seite 636] zum Ziegel gehörig; ὁ πλ., = πλινθευτής, Diog. L. 4, 36.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθιακός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πλίνθους, ὁ πλ. = πλινθευτής, Διογ. Λ. 4. 36.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλίνθους
2. το αρσ. ως ουσ.πλινθιακός
πλινθευτής, πλινθουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται μάλλον από τον τ. πλινθίον, υποκορ. του πλίνθος (πρβλ. θηρ-ιακός: θηρ-ίον)].

Russian (Dvoretsky)

πλινθιακός: ὁ кирпичный мастер, кирпичник Diog. L.