κρητικός: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(3) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, ό (AM [[κρητικός]], -ή, -όν) [[Κρήτη]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κρήτες ή στην [[Κρήτη]] ή προέρχεται από την [[Κρήτη]] (α. «Κρητική Επανάσταση» β. «Κρητικό Πέλαγος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.</b>) | |mltxt=-ή, ό (AM [[κρητικός]], -ή, -όν) [[Κρήτη]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κρήτες ή στην [[Κρήτη]] ή προέρχεται από την [[Κρήτη]] (α. «Κρητική Επανάσταση» β. «Κρητικό Πέλαγος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.</b>) ο [[Κρητικός]], <i>η Κρητικιά</i><br />ο [[κάτοικος]] της Κρήτης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κρητικός]] (ενν. [[πούς]])<br />ο [[μετρικός]] [[πους]] -<i>υ</i>-, αλλ. [[αμφίμακρος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo κρητικόν</i><br />α) (ενν. [[ἱμάτιον]]) [[κοντό]] [[ιμάτιο]] που φορούσαν [[κατά]] τις θρησκευτικές τελετές («σὺ δὲ τὸ κρητικὸν ἀπόδυθι [[ταχέως]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (ενν. [[μέτρον]])<br />ο [[κρητικός]] [[πους]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κρητικῶς</i> (Α)<br />σύμφωνα με τους τρόπους και τις συνήθειες τών Κρητών. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρητικός:''' ὁ стих. (sc. [[πούς]]) кретик, т. е. критская стопа или амфимакр (‒∪‒). | |elrutext='''κρητικός:''' ὁ стих. (sc. [[πούς]]) кретик, т. е. критская стопа или амфимакр (‒∪‒). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, ό (AM κρητικός, -ή, -όν) Κρήτη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κρήτες ή στην Κρήτη ή προέρχεται από την Κρήτη (α. «Κρητική Επανάσταση» β. «Κρητικό Πέλαγος»)
νεοελλ.
(το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κρητικός, η Κρητικιά
ο κάτοικος της Κρήτης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρητικός (ενν. πούς)
ο μετρικός πους -υ-, αλλ. αμφίμακρος
2. το ουδ. ως ουσ. τo κρητικόν
α) (ενν. ἱμάτιον) κοντό ιμάτιο που φορούσαν κατά τις θρησκευτικές τελετές («σὺ δὲ τὸ κρητικὸν ἀπόδυθι ταχέως», Αριστοφ.)
β) (ενν. μέτρον)
ο κρητικός πους.
επίρρ...
κρητικῶς (Α)
σύμφωνα με τους τρόπους και τις συνήθειες τών Κρητών.
Russian (Dvoretsky)
κρητικός: ὁ стих. (sc. πούς) кретик, т. е. критская стопа или амфимакр (‒∪‒).