σινόδους: Difference between revisions
(37) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σινόδων]] και σε κώδ. [[σινώδων]], -οντος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που με τα δόντια του, με το δάγκωμά του πληγώνει ή καταστρέφει<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=και [[σινόδων]] και σε κώδ. [[σινώδων]], -οντος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που με τα δόντια του, με το δάγκωμά του πληγώνει ή καταστρέφει<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[σινόδους]] και [[σινόδων]]<br />[[είδος]] σαρκοφάγου ψαριού που ζει [[κατά]] αγέλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σιν</i>- του [[σίνομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]] / [[ὀδών]], -<i>όντος</i>«[[δόντι]]». Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], όμως, ο τ. συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. [[σίνομαι]], ενώ [[ορθός]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. [[συνόδους]] «αυτός που έχει [[πυκνά]] δόντια» (<b>βλ. λ.</b> [[συνόδους]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 14 January 2019
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ,
A hurting with the teeth, Hsch. (cf. συνόδους).
German (Pape)
[Seite 883] οντος, 1) mit den Zähnen schadend, beschädigend, verletzend. – 2) ὁ σ., ein Fisch; Arist. H. A. 9, 2 ist nach den mss. συνόδους vorzuziehen.
Greek (Liddell-Scott)
σινόδους: -οντος, ὁ, ἡ, ὁ διὰ τῶν ὀδόντων βλάπτων, Ἡσύχ. ― Πρβλ. συνόδους.
Greek Monolingual
και σινόδων και σε κώδ. σινώδων, -οντος, ὁ, ἡ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που με τα δόντια του, με το δάγκωμά του πληγώνει ή καταστρέφει
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σινόδους και σινόδων
είδος σαρκοφάγου ψαριού που ζει κατά αγέλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σιν- του σίνομαι + ὀδούς / ὀδών, -όντος«δόντι». Κατά την επικρατέστερη άποψη, όμως, ο τ. συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. σίνομαι, ενώ ορθός πρέπει να θεωρηθεί ο τ. συνόδους «αυτός που έχει πυκνά δόντια» (βλ. λ. συνόδους)].