ταράξιππος: Difference between revisions
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(4b) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Ποσειδώνος) αυτός που ταράζει, που φοβίζει τα άλογα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ταράξιππος</i><br /><b>μυθ.</b> [[δαίμονας]] στην [[Ολυμπία]] και στον Ισθμό της Κορίνθου για τον οποίο υπήρχε η [[παράδοση]] ότι ήταν [[φόβητρο]] τών αλόγων<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Ποσειδώνος) αυτός που ταράζει, που φοβίζει τα άλογα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ταράξιππος</i><br /><b>μυθ.</b> [[δαίμονας]] στην [[Ολυμπία]] και στον Ισθμό της Κορίνθου για τον οποίο υπήρχε η [[παράδοση]] ότι ήταν [[φόβητρο]] τών αλόγων<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ταράξιππος]]<br />[[ονομασία]] βωμού στον ιππόδρομο της Ολυμπίας στον οποίο θυσίαζαν οι ηνίοχοι για να εξευμενίσουν τον ομώνυμο θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταραξ</i>- του [[ταράσσω]] (<b>πρβλ.</b> μέλλ. <i>ταράξω</i>), συνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] (<b>πρβλ.</b> [[πλήξιππος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τᾰράξιππος:''' ὁ горячитель коней, т. е. Посидон Anth. | |elrutext='''τᾰράξιππος:''' ὁ горячитель коней, т. е. Посидон Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A troubling or frightening horses, of Poseidon, D.Chr.32.76:—ὁ τ. the name of an altar on the Olympic race-course, described by Paus.6.20.15,19, 10.37.4.
German (Pape)
[Seite 1070] Pferde scheuchend, in Verwirrung bringend. – In Olympia hieß so ein Altar, wahrscheinlich nahe am Ende der Rennbahn, Paus. 6, 20. 10, 37, 4.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰράξιππος: -ον, ὁ ταράττων ἢ ἐκφοβῶν ἵππους, ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, Δίων Χρυσ. 1. 691· ― ὁ ταράξιππος, ὄνομα μέρους τινὸς ἐν σχήματι βωμοῦ περιφεροῦς ἐν τῶ Ὀλυμπίᾳ ἱπποδρόμῳ, προξενοῦντος φόβον εἰς τοὺς ἵππους, Παυσαν. 6, 29, 15, πρβλ. αὐτόθι 19, καὶ 10. 37, 4.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (ως προσωνυμία του Ποσειδώνος) αυτός που ταράζει, που φοβίζει τα άλογα
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ταράξιππος
μυθ. δαίμονας στην Ολυμπία και στον Ισθμό της Κορίνθου για τον οποίο υπήρχε η παράδοση ότι ήταν φόβητρο τών αλόγων
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ταράξιππος
ονομασία βωμού στον ιππόδρομο της Ολυμπίας στον οποίο θυσίαζαν οι ηνίοχοι για να εξευμενίσουν τον ομώνυμο θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ- του ταράσσω (πρβλ. μέλλ. ταράξω), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος + ἵππος (πρβλ. πλήξιππος)].
Russian (Dvoretsky)
τᾰράξιππος: ὁ горячитель коней, т. е. Посидон Anth.