έσπερος: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἕσπερος]], -ον, θηλ. και [[ἑσπέρα]] (Α)<br /><b>1.</b> ο [[εσπερινός]], ο [[βραδινός]] («[[ἕσπερος]] [[ἀστήρ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[προς]] τα δυτικά («ἕσπεροι τόποι», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[ἕσπερος]], -ον, θηλ. και [[ἑσπέρα]] (Α)<br /><b>1.</b> ο [[εσπερινός]], ο [[βραδινός]] («[[ἕσπερος]] [[ἀστήρ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[προς]] τα δυτικά («ἕσπεροι τόποι», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἕσπερος]]<br />α) (ενν. [[αστήρ]]) ο [[πλανήτης]] [[Αφροδίτη]]<br />β) η [[εσπέρα]], το [[βράδυ]] («[[μέλας]] ἐπί [[ἕσπερος]] ἧλθε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἕσπερος]]<br />α) (ενν. <i>γη</i>) αυτή που βρίσκεται [[προς]] τα δυτικά («ἀφ' ἑσπέρου», <b>Καλλ.</b>)<br />β) το [[βράδι]], η βραδινή ὥρα («ἐρεμνὴ [[ἕσπερος]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἕσπερος]] [[θεός]]» — ο [[θεός]] του σκότους, ο Άδης ή ο [[θάνατος]]<br />β) (για [[ηλικία]]) «τί δ' ἕσπερός ἐστι γυναικῶν» — [[ποιά]] [[είναι]] η ώριμη [[ηλικία]] για τις γυναίκες<br />γ) «ἑσπέρου [[κέρας]]» — [[ακρωτήριο]] της Αφρικής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[εσπέρα]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
ἕσπερος, -ον, θηλ. και ἑσπέρα (Α)
1. ο εσπερινός, ο βραδινός («ἕσπερος ἀστήρ», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που βρίσκεται προς τα δυτικά («ἕσπεροι τόποι», Καλλ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕσπερος
α) (ενν. αστήρ) ο πλανήτης Αφροδίτη
β) η εσπέρα, το βράδυ («μέλας ἐπί ἕσπερος ἧλθε», Ομ. Οδ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἕσπερος
α) (ενν. γη) αυτή που βρίσκεται προς τα δυτικά («ἀφ' ἑσπέρου», Καλλ.)
β) το βράδι, η βραδινή ὥρα («ἐρεμνὴ ἕσπερος», Απολλ. Ρόδ.)
5. φρ. α) «ἕσπερος θεός» — ο θεός του σκότους, ο Άδης ή ο θάνατος
β) (για ηλικία) «τί δ' ἕσπερός ἐστι γυναικῶν» — ποιά είναι η ώριμη ηλικία για τις γυναίκες
γ) «ἑσπέρου κέρας» — ακρωτήριο της Αφρικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εσπέρα].