ιππόσυνος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ύνη, -ο(ν) (Α [[ἱππόσυνος]], -ύνη, -ον) [[ίππος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ιπποσύνη]]<br />α) η μεσαιωνική [[περίοδος]] [[κατά]] την οποία οι πολεμιστές που κατάγονταν από ευγενείς είχαν [[κοινή]] [[αναγνώριση]] και [[φήμη]]<br />β) η κοινωνική [[τάξη]] τών ιπποτών<br />γ) η [[ιδιότητα]] του ιππότη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιππικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἱπποσύνη]]<br />α) η [[δεξιότητα]] στην [[οδήγηση]] τών ίππων του άρματος<br />β) η [[τέχνη]] του να διευθύνει ή να διοικεί [[κάποιος]] ίππους («ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) το ιππικό.
|mltxt=-ύνη, -ο(ν) (Α [[ἱππόσυνος]], -ύνη, -ον) [[ίππος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ιπποσύνη]]<br />α) η μεσαιωνική [[περίοδος]] [[κατά]] την οποία οι πολεμιστές που κατάγονταν από ευγενείς είχαν [[κοινή]] [[αναγνώριση]] και [[φήμη]]<br />β) η κοινωνική [[τάξη]] τών ιπποτών<br />γ) η [[ιδιότητα]] του ιππότη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ιππικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἱπποσύνη]]<br />α) η [[δεξιότητα]] στην [[οδήγηση]] τών ίππων του άρματος<br />β) η [[τέχνη]] του να διευθύνει ή να διοικεί [[κάποιος]] ίππους («ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) το ιππικό.
}}
}}

Latest revision as of 14:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ύνη, -ο(ν) (Α ἱππόσυνος, -ύνη, -ον) ίππος
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ιπποσύνη
α) η μεσαιωνική περίοδος κατά την οποία οι πολεμιστές που κατάγονταν από ευγενείς είχαν κοινή αναγνώριση και φήμη
β) η κοινωνική τάξη τών ιπποτών
γ) η ιδιότητα του ιππότη
αρχ.
1. ο ιππικός
2. το θηλ. ως ουσ.ἱπποσύνη
α) η δεξιότητα στην οδήγηση τών ίππων του άρματος
β) η τέχνη του να διευθύνει ή να διοικεί κάποιος ίππους («ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», Ομ. Ιλ.)
γ) το ιππικό.