αέναος: Difference between revisions
From LSJ
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀέναος]], -ον και ιων. [[ἀείναος]] και συνηρ. [[ἀείνως]])<br /><b>1.</b> αυτός που ρέει διαρκώς, [[αστείρευτος]], [[ανεξάντλητος]]<br /><b>2.</b> [[αιώνιος]], [[ακατάλυτος]], [[διαρκής]], [[άφθαρτος]] («[[αέναος]] [[διαδοχή]] τών ετών»)<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αενάως</i><br />[[συνεχώς]], διαρκώς, ακατάπαυστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀέν</i> (= ἀεὶ) <span style="color: red;">+</span> <i>νάω</i>, «ρέω» | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀέναος]], -ον και ιων. [[ἀείναος]] και συνηρ. [[ἀείνως]])<br /><b>1.</b> αυτός που ρέει διαρκώς, [[αστείρευτος]], [[ανεξάντλητος]]<br /><b>2.</b> [[αιώνιος]], [[ακατάλυτος]], [[διαρκής]], [[άφθαρτος]] («[[αέναος]] [[διαδοχή]] τών ετών»)<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αενάως</i><br />[[συνεχώς]], διαρκώς, ακατάπαυστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀέν</i> (= ἀεὶ) <span style="color: red;">+</span> <i>νάω</i>, «ρέω» > [[ἀένναος]] > [[αέναος]], με [[απλοποίηση]] και <b>ιων.</b> [[ἀείναος]], με [[απλοποίηση]] και [[αντέκταση]], [[ἀείνως]], με [[συναίρεση]]. Από το συνθ. [[ἀέναος]], με [[απόσταση]] του προτακτικού στοιχείου της συνθέσεως, προήλθε ο [[επιρρηματικός]] [[τύπος]] <i>ἀέ</i> (= <i>ἀεί</i>). (Για τη [[δημιουργία]] λέξεων [[κατόπιν]] αποσπάσεως, πρβλ. [[κουτσός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κουτσο</i>-[[μύτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>κοψο</i>-[[μύτης]], [[αψός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀψίχολος</i>, <i>σπανὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[σπανοπώγων]] κ. ο. κ.)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:14, 15 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀέναος, -ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως)
1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος
2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών»)
3. επίρρ. αενάως
συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν (= ἀεὶ) + νάω, «ρέω» > ἀένναος > αέναος, με απλοποίηση και ιων. ἀείναος, με απλοποίηση και αντέκταση, ἀείνως, με συναίρεση. Από το συνθ. ἀέναος, με απόσταση του προτακτικού στοιχείου της συνθέσεως, προήλθε ο επιρρηματικός τύπος ἀέ (= ἀεί). (Για τη δημιουργία λέξεων κατόπιν αποσπάσεως, πρβλ. κουτσός < κουτσο-μύτης < κοψο-μύτης, αψός < ἀψίχολος, σπανὸς < σπανοπώγων κ. ο. κ.)].