εὐκτήριος: Difference between revisions
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
(15) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[εὐκτήριος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> (για ναό) αυτός στον οποίο εκπέμπονται ευχές [[προς]] τον θεό, ο προορισμένος για [[προσευχή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευκτήριο</i><br />[[μέρος]] όπου λατρεύεται ο Θεός, [[ναός]], παρεκκλήσι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευκ</i>-<i>τήριος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>ευχ</i>- ([[εύχομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριος</i>. Με σίγηση του προτονικού φωνήεντος και [[απλοποίηση]] του αρχικού συμφωνικού συμπλέγματος (<i>efktirios</i> | |mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[εὐκτήριος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> (για ναό) αυτός στον οποίο εκπέμπονται ευχές [[προς]] τον θεό, ο προορισμένος για [[προσευχή]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευκτήριο</i><br />[[μέρος]] όπου λατρεύεται ο Θεός, [[ναός]], παρεκκλήσι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευκ</i>-<i>τήριος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>ευχ</i>- ([[εύχομαι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριος</i>. Με σίγηση του προτονικού φωνήεντος και [[απλοποίηση]] του αρχικού συμφωνικού συμπλέγματος (<i>efktirios</i> > <i>fktirios</i> > <i>ktirios</i>) στη [[φράση]] [[ευκτήριος]] ([[οίκος]]) προέκυψε το [[κτήριο]] με [[σημασία]] «[[οικοδόμημα]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 15 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A of or for prayer, οἶκος Cod.Just.1.2.15 Intr. II Subst. εὐκτήριον, τό, oratory, Just.Nov.131.7 Intr., Rev.Bibl.1911.287 (Jericho, vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1076] ον, zum Beten gehörig, z. B. οἶκος, K. S.; τὸ εὐκτήριον, Beifall, ibd.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκτήριος: -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς προσευχήν, εὐκτήριος οἶκος Συλλ. Ἐπιγρ. 8638, Εὐσέβ. Π. 928Α, Βασίλ. IV. 473Β, Δίδ. Ἀλ. 589Β, κλ. ΙΙ. εὐκτήριον, τό, ἰδιαίτερον μέρος πρὸς λατρείαν τοῦ Θεοῦ, παρεκκλήσιον, Συλλ. Ἐπιγρ. 8668, Γρηγ. Θαυματουργ. 1048Α, Δίδ. Ἀλ. 589C, Ἐπιφάν. ΙΙ. 757D, κλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ εὐκτήριος, -ία, -ον)
1. (για ναό) αυτός στον οποίο εκπέμπονται ευχές προς τον θεό, ο προορισμένος για προσευχή
2. το ουδ. ως ουσ. το ευκτήριο
μέρος όπου λατρεύεται ο Θεός, ναός, παρεκκλήσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευκ-τήριος < ρίζα ευχ- (εύχομαι) + κατάλ. -τήριος. Με σίγηση του προτονικού φωνήεντος και απλοποίηση του αρχικού συμφωνικού συμπλέγματος (efktirios > fktirios > ktirios) στη φράση ευκτήριος (οίκος) προέκυψε το κτήριο με σημασία «οικοδόμημα»].