αυτού: Difference between revisions
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ευτού]] (AM αὐτοῡ) <b>επίρρ.</b><br />ακριβώς σ' αυτό το [[μέρος]], εδώ, [[εκεί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τη [[στιγμή]] που, [[τότε]] που, [[καθώς]]<br /><b>2.</b> [[τότε]], στη [[στιγμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «αὐτοῡ [[ταύτη]]» — ακριβώς εδώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Γενική της αντωνυμίας <i>αυτός</i> (πρβλ. [[άλλος]] | |mltxt=και [[ευτού]] (AM αὐτοῡ) <b>επίρρ.</b><br />ακριβώς σ' αυτό το [[μέρος]], εδώ, [[εκεί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τη [[στιγμή]] που, [[τότε]] που, [[καθώς]]<br /><b>2.</b> [[τότε]], στη [[στιγμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «αὐτοῡ [[ταύτη]]» — ακριβώς εδώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Γενική της αντωνυμίας <i>αυτός</i> (πρβλ. [[άλλος]] > [[αλλού]], [[πάντα]] > [[παντού]])]. | ||
}} | }} |