ακύμων: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκύμων]] (-ονος), -ον (Α) [[κύμα]]<br />[[ακύμαντος]], [[άκυμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κῦμα]] «το θαλάσσιο [[κύμα]]». Σημειώνεται ότι τόσο το [[ἀκύμων]] (Ι) όσο και το [[ἀκύμων]] (ΙΙ) στην [[πραγματικότητα]] έχουν [[κοινή]] ετυμολογική [[αρχή]], τη λ. [[κῦμα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κύω</i>), διαφοροποιημένη σημασιολογικά ως «[[κυματισμός]], θαλάσσιο [[κύμα]]» ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκύμων]] (-ονος), -ον (Α) [[κύμα]]<br />[[ακύμαντος]], [[άκυμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κῦμα]] «το θαλάσσιο [[κύμα]]». Σημειώνεται ότι τόσο το [[ἀκύμων]] (Ι) όσο και το [[ἀκύμων]] (ΙΙ) στην [[πραγματικότητα]] έχουν [[κοινή]] ετυμολογική [[αρχή]], τη λ. [[κῦμα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κύω</i>), διαφοροποιημένη σημασιολογικά ως «[[κυματισμός]], θαλάσσιο [[κύμα]]» (> [[ἀκύμων]] Ι) και «[[κύημα]], [[έμβρυο]]» (> [[ἀκύμων]] ΙΙ)].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀκύμων]] (-ονος), -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για γυναίκες) [[στείρα]]<br /><b>2.</b> [[άκαρπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κῦμα]] «[[κύημα]], [[έμβρυο]]», <b>βλ.</b> [[ἀκύμων]] Ι]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 15 January 2019
Greek Monolingual
(I)
ἀκύμων (-ονος), -ον (Α) κύμα
ακύμαντος, άκυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κῦμα «το θαλάσσιο κύμα». Σημειώνεται ότι τόσο το ἀκύμων (Ι) όσο και το ἀκύμων (ΙΙ) στην πραγματικότητα έχουν κοινή ετυμολογική αρχή, τη λ. κῦμα (< κύω), διαφοροποιημένη σημασιολογικά ως «κυματισμός, θαλάσσιο κύμα» (> ἀκύμων Ι) και «κύημα, έμβρυο» (> ἀκύμων ΙΙ)].
(II)
ἀκύμων (-ονος), -ον (Α)
1. (για γυναίκες) στείρα
2. άκαρπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κῦμα «κύημα, έμβρυο», βλ. ἀκύμων Ι].