λίτρον: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(1ba)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λίτρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (αρχ. τ.) [[νίτρον]]<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας ίσο με μια ιταλική [[κοτύλη]], η [[λίτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίτρον]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του <i>ν</i> προ του <i>τ</i> σε λ. (<i>ν</i>: <i>τ</i> &GT; <i>λ</i>: <i>τ</i>). Το ουδ. [[λίτρον]] «[[λίτρα]]» [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[λίτρα]] (<i>η</i>)].
|mltxt=[[λίτρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> (αρχ. τ.) [[νίτρον]]<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας ίσο με μια ιταλική [[κοτύλη]], η [[λίτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νίτρον]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του <i>ν</i> προ του <i>τ</i> σε λ. (<i>ν</i>: <i>τ</i> > <i>λ</i>: <i>τ</i>). Το ουδ. [[λίτρον]] «[[λίτρα]]» [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[λίτρα]] (<i>η</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:24, 15 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίτρον Medium diacritics: λίτρον Low diacritics: λίτρον Capitals: ΛΙΤΡΟΝ
Transliteration A: lítron Transliteration B: litron Transliteration C: litron Beta Code: li/tron

English (LSJ)

[ῐ by nature], τό, older form for νίτρον, Hp.Epid.2.6.9 and 29, Hdt.2.86,87, Ar.Fr.320.1, Pl.Ti.60d, 65d (pl.), Thphr.HP3.7.6, Alex. 1, dub. l. in Pl.Com.69.3.    II = λίτρα 111, PFay.331 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 54] τό, altatt. = νίτρον, Alexis bei D. L. 3, 27; auch Her. 2, 86. 87. Bei Plat. Tim. 60 d schwankt die Lesart. Vgl. Lob. zu Phryn. p. 305.

Greek (Liddell-Scott)

λίτρον: τό, ἀρχαιότερον ἀντὶ τοῦ νίτρον, Ἡρόδ. 2. 86, 87, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Πλάτ. Τίμ. 60D, 65D, Ἄλεξ. ἐν «Ἀγκ.» 1· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 305.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ion. et anc. att. c. νίτρον.

Greek Monolingual

λίτρον, τὸ (Α)
1. (αρχ. τ.) νίτρον
2. μέτρο χωρητικότητας ίσο με μια ιταλική κοτύλη, η λίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον, με ανομοιωτική τροπή του ν προ του τ σε λ. (ν: τ > λ: τ). Το ουδ. λίτρον «λίτρα» είναι μεταπλασμένος τ. του λίτρα (η)].

Greek Monotonic

λίτρον: τό, αρχ. τύπος αντί νίτρον, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

λίτρον: τό Her., Plat. = νίτρον.

Middle Liddell

λίτρον, ου, τό, older form for νίτρον, Hdt., Plat.]