βραχίονας: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(7) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[βραχίων]])<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του χεριού από τον αγκώνα ως τον ώμο<br /><b>2.</b> [[ολόκληρο]] το [[χέρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[εξάρτημα]] μηχανής ή εργαλείου, το οποίο μοιάζει με βραχίονα<br /><b>2.</b> [[διακλάδωση]] ποταμού, [[ιδίως]] [[κοντά]] στις εκβολές<br /><b>μσν.</b><br />[[βράχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ωμοπλάτη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «ἐποίησε [[κράτος]] ἐν βραχίονι | |mltxt=(AM [[βραχίων]])<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του χεριού από τον αγκώνα ως τον ώμο<br /><b>2.</b> [[ολόκληρο]] το [[χέρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[εξάρτημα]] μηχανής ή εργαλείου, το οποίο μοιάζει με βραχίονα<br /><b>2.</b> [[διακλάδωση]] ποταμού, [[ιδίως]] [[κοντά]] στις εκβολές<br /><b>μσν.</b><br />[[βράχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ωμοπλάτη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α. «ἐποίησε [[κράτος]] ἐν βραχίονι αὐτοῦ» β. «ἐκ βραχιόνων» με τη [[δύναμη]] του ανθρώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για τη λ. [[βραχίων]] δεν</i> υπάρχει [[αντίστοιχος]] τ. της Ινδοευρωπαϊκής. Αν όμως ληφθεί υπ' όψιν η αρχική της σημ. «[[ωμοπλάτη]]», [[τότε]] [[είναι]] πιθανή η ετυμολ. του γραμματικού Πολυδεύκη (2ος μ. Χ. [[αιώνας]]), [[κατά]] τον οποίο η λ. ονομάστηκε [[έτσι]] «ότι εστί του πήχεως βραχύτερος», δεδομένου ότι το [[βραχίων]] [[είναι]] [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] του επιθ. [[βραχύς]]. Στην αρχαία Ελληνική ο [[βραχίων]] δηλωνόταν [[επίσης]] με τις λέξεις [[αγκών]] και [[πήχυς]] (στους ποιητές). Στο [[βραχίων]] ανάγεται εξάλλου και η αντιδάνεια λ. [[μπράτσο]] (<span style="color: red;"><</span> βεν. <i>brazzo</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>bracchium</i> <span style="color: red;"><</span> [[βραχίων]]). Το λατ. <i>bracchium</i>, απ' όπου και το γαλλ. <i>bras</i>, [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 15 February 2019
Greek Monolingual
(AM βραχίων)
1. το μέρος του χεριού από τον αγκώνα ως τον ώμο
2. ολόκληρο το χέρι
νεοελλ.
1. κάθε εξάρτημα μηχανής ή εργαλείου, το οποίο μοιάζει με βραχίονα
2. διακλάδωση ποταμού, ιδίως κοντά στις εκβολές
μσν.
βράχος
αρχ.
1. η ωμοπλάτη
2. φρ. α. «ἐποίησε κράτος ἐν βραχίονι αὐτοῦ» β. «ἐκ βραχιόνων» με τη δύναμη του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για τη λ. βραχίων δεν υπάρχει αντίστοιχος τ. της Ινδοευρωπαϊκής. Αν όμως ληφθεί υπ' όψιν η αρχική της σημ. «ωμοπλάτη», τότε είναι πιθανή η ετυμολ. του γραμματικού Πολυδεύκη (2ος μ. Χ. αιώνας), κατά τον οποίο η λ. ονομάστηκε έτσι «ότι εστί του πήχεως βραχύτερος», δεδομένου ότι το βραχίων είναι συγκριτικός βαθμός του επιθ. βραχύς. Στην αρχαία Ελληνική ο βραχίων δηλωνόταν επίσης με τις λέξεις αγκών και πήχυς (στους ποιητές). Στο βραχίων ανάγεται εξάλλου και η αντιδάνεια λ. μπράτσο (< βεν. brazzo < λατ. bracchium < βραχίων). Το λατ. bracchium, απ' όπου και το γαλλ. bras, είναι δάνειο από την Ελληνική].