εμπόριο: Difference between revisions
From LSJ
Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor
(11) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐμπόριον]], Α και ἐμπορεῑον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[αγοραπωλησία]] φυσικών ή τεχνητών προϊόντων με σκοπό το [[κέρδος]] («εξαγωγικό, εισαγωγικό, διαμετακομιστικό [[εμπόριο]]», «[[εμπόριο]] κρεάτων κ.λπ.»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παραθαλάσσιος]] [[εμπορικός]] [[σταθμός]], [[αγορά]] ή [[αποθήκη]] εμπορευμάτων, εμπορικό [[λιμάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εμπορικό [[κέντρο]] μεσόγειο ή παραθαλάσσιο [[εκεί]] που δεν υπήρχε [[πόλη]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] χρηματιστηρίου στην Αθήνα όπου συγκεντρώνονταν οι έμποροι<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἐμπόρια</i><br />εμπορεύματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «οἱ ἐκ | |mltxt=το (AM [[ἐμπόριον]], Α και ἐμπορεῑον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[αγοραπωλησία]] φυσικών ή τεχνητών προϊόντων με σκοπό το [[κέρδος]] («εξαγωγικό, εισαγωγικό, διαμετακομιστικό [[εμπόριο]]», «[[εμπόριο]] κρεάτων κ.λπ.»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παραθαλάσσιος]] [[εμπορικός]] [[σταθμός]], [[αγορά]] ή [[αποθήκη]] εμπορευμάτων, εμπορικό [[λιμάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εμπορικό [[κέντρο]] μεσόγειο ή παραθαλάσσιο [[εκεί]] που δεν υπήρχε [[πόλη]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] χρηματιστηρίου στην Αθήνα όπου συγκεντρώνονταν οι έμποροι<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἐμπόρια</i><br />εμπορεύματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «οἱ ἐκ τοῦ ἐμπορίου» — οι ξένοι έμποροι. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 15 February 2019
Greek Monolingual
το (AM ἐμπόριον, Α και ἐμπορεῑον)
νεοελλ.
η αγοραπωλησία φυσικών ή τεχνητών προϊόντων με σκοπό το κέρδος («εξαγωγικό, εισαγωγικό, διαμετακομιστικό εμπόριο», «εμπόριο κρεάτων κ.λπ.»)
αρχ.-μσν.
παραθαλάσσιος εμπορικός σταθμός, αγορά ή αποθήκη εμπορευμάτων, εμπορικό λιμάνι
αρχ.
1. εμπορικό κέντρο μεσόγειο ή παραθαλάσσιο εκεί που δεν υπήρχε πόλη
2. είδος χρηματιστηρίου στην Αθήνα όπου συγκεντρώνονταν οι έμποροι
3. στον πληθ. τὰ ἐμπόρια
εμπορεύματα
4. φρ. «οἱ ἐκ τοῦ ἐμπορίου» — οι ξένοι έμποροι.