αιματόεις: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(1)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἱματόεις]], -εσσα, -εν και <b>(συνηρ.)</b> -<i>τοῡς</i>, -<i>τοῡσσα</i>, -<i>τοῡν</i> (Α) [[αἷμα]]<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] από [[αίμα]], [[αιματηρός]]<br /><b>2.</b> [[αιματόχρωμος]], [[κόκκινος]]<br /><b>3.</b> [[αιμάτινος]], από [[αίμα]]<br /><b>4.</b> [[αιματώδης]], [[φονικός]].
|mltxt=[[αἱματόεις]], -εσσα, -εν και <b>(συνηρ.)</b> -<i>τοῦς</i>, -<i>τοῦσσα</i>, -<i>τοῦν</i> (Α) [[αἷμα]]<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] από [[αίμα]], [[αιματηρός]]<br /><b>2.</b> [[αιματόχρωμος]], [[κόκκινος]]<br /><b>3.</b> [[αιμάτινος]], από [[αίμα]]<br /><b>4.</b> [[αιματώδης]], [[φονικός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 15 February 2019

Greek Monolingual

αἱματόεις, -εσσα, -εν και (συνηρ.) -τοῦς, -τοῦσσα, -τοῦν (Α) αἷμα
1. ο γεμάτος από αίμα, αιματηρός
2. αιματόχρωμος, κόκκινος
3. αιμάτινος, από αίμα
4. αιματώδης, φονικός.