ετοιμολογία: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(14) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[ἑτοιμολογία]]) [[ετοιμόλογος]]<br />η [[ετοιμότητα]] στον λόγο, το να απαντά [[κάποιος]] με [[άνεση]] και [[ευχέρεια]], το να δίνει εύκολα απαντήσεις («πολλοὺς δυνάμενος ἀπατᾱν τῇ | |mltxt=η (ΑΜ [[ἑτοιμολογία]]) [[ετοιμόλογος]]<br />η [[ετοιμότητα]] στον λόγο, το να απαντά [[κάποιος]] με [[άνεση]] και [[ευχέρεια]], το να δίνει εύκολα απαντήσεις («πολλοὺς δυνάμενος ἀπατᾱν τῇ τοῦ λόγου... ἑτοιμολογίᾳ», Επιφάν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[προχειρολογία]]<br /><b>2.</b> η πνευματική [[ευστροφία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 15 February 2019
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἑτοιμολογία) ετοιμόλογος
η ετοιμότητα στον λόγο, το να απαντά κάποιος με άνεση και ευχέρεια, το να δίνει εύκολα απαντήσεις («πολλοὺς δυνάμενος ἀπατᾱν τῇ τοῦ λόγου... ἑτοιμολογίᾳ», Επιφάν.)
νεοελλ.
1. η προχειρολογία
2. η πνευματική ευστροφία.