κηλιδώνω: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
(20)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α κηλιδῶ, -όω, δωρ. τ. καλιδῶ) [[κηλίς]]<br /><b>1.</b> [[ρυπαίνω]] με κηλίδες, [[λερώνω]], [[λεκιάζω]] («τὴν ἐσθήτα αὐτοῡ ἐκηλίδωσε», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταισχύνω]], [[ντροπιάζω]], [[ατιμάζω]], [[κατασπιλώνω]], [[μουντζουρώνω]] (α. «κηλίδωσε την [[τιμή]] του» β. «οὐ δεσμοῑσι διὰ τυραννίδας [[πατέρας]] ἐκηλίδωσαν;» <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=(Α κηλιδῶ, -όω, δωρ. τ. καλιδῶ) [[κηλίς]]<br /><b>1.</b> [[ρυπαίνω]] με κηλίδες, [[λερώνω]], [[λεκιάζω]] («τὴν ἐσθήτα αὐτοῦ ἐκηλίδωσε», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταισχύνω]], [[ντροπιάζω]], [[ατιμάζω]], [[κατασπιλώνω]], [[μουντζουρώνω]] (α. «κηλίδωσε την [[τιμή]] του» β. «οὐ δεσμοῑσι διὰ τυραννίδας [[πατέρας]] ἐκηλίδωσαν;» <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:32, 15 February 2019

Greek Monolingual

(Α κηλιδῶ, -όω, δωρ. τ. καλιδῶ) κηλίς
1. ρυπαίνω με κηλίδες, λερώνω, λεκιάζω («τὴν ἐσθήτα αὐτοῦ ἐκηλίδωσε», Δίων Κάσσ.)
2. μτφ. καταισχύνω, ντροπιάζω, ατιμάζω, κατασπιλώνω, μουντζουρώνω (α. «κηλίδωσε την τιμή του» β. «οὐ δεσμοῑσι διὰ τυραννίδας πατέρας ἐκηλίδωσαν;» Ευρ.).